μύϊνος

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, mouse-coloured, EM790.4, Phot.s.v. φαιόν.

German (Pape)

[Seite 216] von Mäusen, E. M. 790, 4, von der Farbe der Mäuse, Hesych. v. φαιόν.

Greek (Liddell-Scott)

μύϊνος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς μῦν ἢ ἐκ μυός, Ἐτυμ. Μέγ. 790. 4, κτλ.

Greek Monolingual

μύϊνος, -η, -ον (Α) μύς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποντίκι ή αυτός που έχει το χρώμα του ποντικού
2. αυτός που έχει δέρμα ποντικού.