μώνυχος

English (LSJ)

ον, = μῶνυξ, ὗς Antig. Mir. 66.

German (Pape)

[Seite 226] = Vorigem, ἐν μωνύχοις ἅρμασιν, Eur. I. A. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μῶνυξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μώνυχος, -ον)
βλ. μονώνυχος.

Russian (Dvoretsky)

μώνῠχος: Eur. = μῶνυξ.