ἡ, = νάρκη 1, Men.498, Sor.2.17, M.Ant.10.9.
[Seite 229] heteroklitischer accus. zu νάρκη, Opp. Cyn. 3, 55. Auch nom., = νάρκη, s. d. W.
η (Α νάρκα)βλ. νάρκη.
νάρκα: ἡ Men. = νάρκη.