-εως, ἡ, narcosis, a benumbing, γνώμης Id.Aph.5.16.
[Seite 230] ἡ, Erstarrung, Betäubung, sp. Medic.
νάρκωσις: ἡ, νάρκωσις, παράλυσις, γνώμης Ἱππ. Ἁφ. 1253.