νάσκαφθον

English (LSJ)

τό, v. νάρκαφθον.

German (Pape)

[Seite 230] τό, = νάρκαφθον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

νάσκαφθον: τό, ἴδε νάρκαφθον.

Greek Monolingual

νάσκαφθον, τὸ (Α)
βλ. νάρκαφθον.