η (Α νέφωσις) (νεφούμαι]η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεφώνομαι, η κάλυψη, επισκίαση του ουρανού με σύννεφανεοελλ.(μετεωρ.) το τμήμα της επιφάνειας του ουρανού το οποίο καλύπτεται από σύννεφα.