νέφωση

Greek Monolingual

η (Α νέφωσις) (νεφούμαι]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεφώνομαι, η κάλυψη, επισκίαση του ουρανού με σύννεφα
νεοελλ.
(μετεωρ.) το τμήμα της επιφάνειας του ουρανού το οποίο καλύπτεται από σύννεφα.