νήστευμα

Greek (Liddell-Scott)

νήστευμα: τρυφηλόν, νηστεία πλήρης τρυφῶν, Εὐστ. Θεσ. Πονημ. σ. 129, 22, ἔκδ. Taf.

Greek Monolingual

νήστευμα, τὸ (Μ) νηστεύω
η νηστεία.