Open main menu
Home
Random
Log in
Settings
About LSJ
Disclaimers
LSJ
Search
Ask at the forum if you have an
Ancient
or
Modern
Greek query!
νίνη
Watch
Edit
English (LSJ)
v.
νίννη
.
Greek Monolingual
νίν(ν)η, ἡ (Α)
1.
η
μάμμη
, η
γιαγιά
2.
πεθερά
.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
Παρλλ. τ. του
νέννος
].