νίψις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 258] ἡ, das Waschen, ποδῶν, Plut. Pomp. 73.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se laver.
Étymologie: νίπτω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
νίψις: -εως, τὸ νίπτεσθαι, Πλουτ. Πομπ. 73, Ὠριγέν. IV. 769D, κλ.