ναΐδιον

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of ναός, Plb.6.53.4, Str.8.6.21.

German (Pape)

[Seite 227] τό, dim. von ναός, ξύλινον, Pol. 6, 53, 4, von den über die Ahnenbilder gesetzten Gehäusen.

Russian (Dvoretsky)

νᾱΐδιον: τό маленький храм Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱΐδιον: [ῐδ], τό, ὑποκορ. τοῦ ναός, Πολύβ. 6. 53, 4, Στράβ. 379.

Greek Monotonic

νᾱΐδιον: [ῐδ], τό, υποκορ. του ναός, σε Πολύβ.