ναβλιστής

English (LSJ)

ναβλιστοῦ, ὁ, player on the νάβλα, Euph.Fr.Hist.8.

German (Pape)

[Seite 227] ὁ, der das Instrument νάβλας spielt, Euphor. bei Ath. IV, 182; vgl. Perizon. zu Ael. V. H. 3, 34.

Greek Monolingual

ναβλιστής, ὁ, θηλ. ναβλίστρια (Α) ναβλίζω
αυτός που παίζει τη νάβλα.