νανόσωμος

Greek Monolingual

-η, -ο
ιατρ. αυτός που έχει σώμα νάνου, νανοφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanosomus < νεολατ. nanosomus < nano- (< νᾶνος) + -somus (< σῶμα)].