ναστίσκος

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ναστός 1.3, Pherecr. 130.7.

German (Pape)

[Seite 230] ὁ, dim. zu ναστός, kleiner Kuchen, πολύτυρος, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de petit gâteau.
Étymologie: dim. de ναστός.

Greek (Liddell-Scott)

ναστίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ναστός, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 7.

Greek Monolingual

ναστίσκος, ὁ (Α) ναστός
υποκορ. του ναστός.