ναυσίασις
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, squeamishness, Hsch.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, Neigung zum Erbrechen, Uebelkeit, Hesych. erkl. βδελυγμός.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίᾱσις: ἡ, ναυτίασις, «βδελυγμὸς» Ἡσύχ.· ― ναυσιασμός, ὁ, ναυτία, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 975, 13.
Greek Monolingual
ναυσίασις, ἡ (Α) ναυσιώ
1. ναυτία
2. (κατά τον Ησύχ.) «βδελυγμός».