ναυσιβάτης

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, = ναυβάτης, Lyr.Alex.Adesp.33.7, Man.1.323, Hsch. s.v. βαρυδάνιν.

German (Pape)

[Seite 232] ὁ, p. = ναυβάτης, Sp., wie Maneth. 1, 323. 4, 397.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = ναυβάτης, Μανέθ. 1. 323, Γρηγ. Ναζ. IV, 922Α.

Greek Monolingual

ναυσιβάτης, ὁ (Α)
ναυβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. ναυσί, πληθ. του ναῦς «πλοίο» + -βάτης (< βαίνω)].