ναυτοπαίδιον

English (LSJ)

τό, sailor boy, Hp.Epid.2.1.12.

German (Pape)

[Seite 233] τό, Schifferknäbchen, -kindchen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτοπαίδιον: τό, «ναυτόπαιδον», «μοῦτσος», Ἱππ. 1009Η.

Greek Monolingual

ναυτοπαίδιον, τὸ (Α)
ναυτόπαις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + παιδίον.