ναύει

Greek (Liddell-Scott)

ναύει: «ῥέει, βλύζει» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ναύει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ῥέει, βλύζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. του ναίω (II)].