ναύειν

Greek (Liddell-Scott)

ναύειν: «ἱκετεύειν. παρὰ τὸ ἐπὶ τὴν ἑστίαν καταφεύγειν τοὺς ἱκέτας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ναύειν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεύειν
παρὰ τὸ ἐπὶ τὴν ἑστίαν».