ναύτρια
English (LSJ)
ἡ, fem. of ναύτης, as if from *ναυτήρ, Ar.Fr.825.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ναύτρια: ἡ мореплавательница Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ναύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ναύτης, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ναυτήρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 652.
ἡ, fem. of ναύτης, as if from *ναυτήρ, Ar.Fr.825.
ναύτρια: ἡ мореплавательница Arph.
ναύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ναύτης, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ναυτήρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 652.