ναύτρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of ναύτης, as if from *ναυτήρ, Ar.Fr.825.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, fem. zu ναύτης, Ar. bei Poll. 7, 139.

Russian (Dvoretsky)

ναύτρια:мореплавательница Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ναύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ναύτης, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ναυτήρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 652.

Greek Monolingual

ναύτρια, ἡ (Α) ναύτης
γυναίκα που εργάζεται σε πλοίο.