ναῦλα

English (LSJ)

ἡ, later form for νάβλα, Aq.Ps.32(33).2, Sm.Ps.91(92).4.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, u. ναῦλον, τό, s. νάβλα.

Greek (Liddell-Scott)

ναῦλα: ἡ, ναῦλον, τό, ἴδε ἐν λέξ. νάβλα.

Greek Monolingual

ναῦλα, ἡ (Α)
βλ. νάβλα.