ναῦος

English (LSJ)

v. ναός.

Russian (Dvoretsky)

ναῦος: ὁ эол. = ναός I.

Greek (Liddell-Scott)

ναῦος: ὁ, Αἰολ. ἀντὶ ναός.

Greek Monolingual

ναῡος, ὁ (Α)
(αιολ. τ.) βλ. ναός.