ναῦφι

French (Bailly abrégé)

gén.-dat. pl. épq. de ναῦς.

Greek Monotonic

ναῦφι: -ιν, Επικ. γεν. και δοτ. πληθ. του ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

ναῦφι: (ν) эп. dat. pl. к ναῦς.