νεηλαίη

English (LSJ)

ἡ, Ion. for νεολαία, Hsch. (νέηλαι cod.).

Greek (Liddell-Scott)

νεηλαίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ νεολαία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νεηλαίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. νεολαία.