ἡ, Ion. for νεολαία, Hsch. (νέηλαι cod.).
νεηλαίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ νεολαία, Ἡσύχ.
νεηλαίη, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. νεολαία.