νειόθε

English (LSJ)

v. νειόθεν.

Greek Monolingual

νειόθε(ν) (Α)
επίρρ. από τον πυθμένα, από το βάθοςνειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. κυκλό-θεν, μυχό-θεν)].