νεκροτάφιον

Greek (Liddell-Scott)

νεκροτάφιον: τό, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8846. 2) ἐντάφιον, σάβανον, Νικήτ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 6. 405, κλ.

Greek Monolingual

νεκροτάφιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. νεκροταφείο.