νεκρόταγος

English (LSJ)

ὁ, judge of the dead, of Minos, Lyc. 1399.

German (Pape)

[Seite 238] ὁ, Todtenfürst, Todtenrichter, Minos, bei Lycophr. 1398.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρότᾱγος: ὁ, ἄρχων, κριτὴς νεκρῶν, ἐπὶ τοῦ Μίνωος, Λυκόφρ. 1398.

Greek Monolingual

νεκρόταγος, ὁ (Α) (επίθ. του Μίνωος) ο άρχοντας, ο κριτής τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ταγός.