νεκρόφρων

Greek (Liddell-Scott)

νεκρόφρων: -ονος, ὁ φρονῶν νεκρά, θνητά, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 290C.

Greek Monolingual

νεκρόφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ως θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θεό-φρων, μωρό-φρων].