νεκυοδαίμων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, god of the dead, Sammelb.4947 (iii A.D.), Rev.Phil.1930.249.

Greek Monolingual

νεκυοδαίμων, -ονος, ὁ (Α)
ο θεός τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + δαίμων.