νεκυόμαντις

English (LSJ)

-εως, ὁ, ἡ, = νεκρόμαντις, Str.16.2.39, Ptol.Tetr. 181, Artem.2.69.

German (Pape)

[Seite 238] ὁ, = νεκρόμαντις, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νεκρόμαντις, Στράβ. 762.

Greek Monolingual

νεκυόμαντις, -άντεως, ό (Α)
ο νεκρομάντης, ο επικαλούμενος τα πνεύματα τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + μάντις.