νεοθρότοις

English (LSJ)

νεοαυξέσιν, νεωστὶ ὁρμῶσιν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νεοθρότοις: «νεοαυξέσιν· νεωστὶ ὁρμῶσιν. αὐξανομένοις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νεοθρότοις (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεοαυξέσιν, νεωστὶ ὁρμῶσιν».