νεράκι

Greek Monolingual

το
υποκορ.
1. νερό
2. φρ. α) «ξέρει το μάθημα νεράκι» — ξέρει το μάθημα πολύ καλά
β) «είπαμε το νερό νεράκι» — διψάσαμε πολύ.