νευρή

English (LSJ)

νευρῆφι, νευρῆφιν, v. νευρά.

French (Bailly abrégé)

ion. c. νευρά.

Russian (Dvoretsky)

νευρή: ἡ ион. = νευρά.

Greek (Liddell-Scott)

νευρή: ἡ, Ἰων. ἀντὶ νευρά, νευρῆφι, νευρῆφιν, Ἐπικ. γεν. καὶ δοτικ.

English (Autenrieth)

sinew, only as bow-string.

Greek Monolingual

νευρή, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. νευρά.

Greek Monotonic

νευρή: ἡ, Ιων. αντί νευρά· νευρῆφι, -φιν, Επικ. γεν. και δοτ.

Middle Liddell

νευρή, ἡ, [ionic for νευρά.]