νεφρί

Greek Monolingual

το (Α νεφρίον, Μ νεφρί)
νεοελλ.-μσν.
ο νεφρός
αρχ.
1. μικρός νεφρός
2. το φυτό ελαφόβοσκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεφρί < αρχ. νεφρί-ον, υποκορ. του νεφρός.