νεφριτικός

English (LSJ)

νεφριτική, νεφριτικόν,
A of the kidneys, νοσήματα Hp.Art.41; τὰ ν. Id.Aph.6.6.
II affected with νεφρῖτις, Dsc.1.15, Apollon. ap.Gal.13.326, Gal.Nat.Fac.1.13.
III of remedies, suitable for such cases, Alex.Trall.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

νεφρῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ νεφρίτιδος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 545.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νεφριτικός, -ή, -όν) νεφρίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεφρίτιδα
3. (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.

German (Pape)

[ρῑ], an Nieren- oder Steinschmerzen leidend, Medic.