νεόκτιτος

English (LSJ)

ον, = νεόκτιστος.

German (Pape)

[Seite 242] = Vorigem, Nonn. 18, 294.

Greek Monolingual

νεόκτιτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεόκτιστος.