νεόπολις

English (LSJ)

-εως, ἡ, new city, of Abdera, Pi.Pae.2.28.

English (Slater)

νεόπολις of a young city νεόπολίς εἰμι a chorus of Abderitans speaks (Pae. 2.28)

Greek Monolingual

νεόπολις και ποιητ. τ. νεόπτολις, ἡ (Α)
(για τα Άβδηρα) πόλη που κτίστηκε πρόσφατα, πόλη που ιδρύθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πόλις.