νεόχερσος

Greek (Liddell-Scott)

νεόχερσος: γῆ, γῆ χέρσος νεωστὶ ἀροθεῖσα, «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη» Ἡσύχ., ἔνθα νεώχερμος.

Greek Monolingual

νεόχερσος, -ον (Α)
φρ. «νεόχερσος γῆ» — ακαλλιέργητη γεωργική έκταση που μόλις οργώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χέρσος.