νηπιεύομαι

English (LSJ)

= νηπιαχεύω, Sch.D Il.22.503.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιεύομαι: ἀποθ., = νηπιαχεύω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 502.

Greek Monolingual

νηπιεύομαι (Α) νήπιος
νηπιαχεύω.

German (Pape)

νηπιαχεύω, Vetera Lexica.