νηπιωδῶς

Greek (Liddell-Scott)

νηπιωδῶς: Ἐπίρρ., κατὰ νηπιώδη τρόπον, Νικηφ. Κων/πόλεως ἐν βίῳ Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, σ. ΧΧΧΙΙ, κλ.