νηπιόθεν: ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ νηπιόθεν Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.
(Μ νηπιόθεν)επίρρ. από τη νηπιακή ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. νεόθεν, παιδόθεν)].