νηποινεὶ

Greek (Liddell-Scott)

νηποινεὶ: ἢ νηποινί, Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., ἀτιμωρητί, Λατ. impune, Πλάτ. Νόμ. 874C, Ἀνδοκ. 12. 43, Νόμ. παρὰ Δημ. 639. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2008.