μεγάλοι, Hsch. νηρίτης, v. νηρείτης.
νηρίται (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με νήριτος και έχει διορθωθεί σε νήριται].