νηριτόφυλλος

English (LSJ)

νηριτόφυλλον, = πολύφυλλος, Hsch.

Greek Monolingual

νηριτόφυλλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πολύφυλλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λευκό-φυλλος, μεγαλό-φυλλος].