νησιῶτις

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f;
c.
νησιώτης.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu νησιώτης; πέτρα, Fels der Insel, Aesch. Pers. 382; ἑστία, Soph. Trach. 655; τὴν νησιῶτιν ἡσυχίαν, Plut. exil. 9.

Russian (Dvoretsky)

νησιῶτις: дор. νᾱσιῶτις, ιδος adj. f островная (πέτρα Aesch.; ἑστία Soph.; ἡσυχία Plut.).

English (Woodhouse)

(see also: νησιώτης) of an island