Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νιάμα
Greek Monolingual
και νιάσμα, το 1. το πρώτο όργωμα χέρσου αγρού 2.χωράφι ή χέρσα γη που καλλιεργήθηκε ή οργώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ.< μσν. νέαμα<νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ». Ο τ. νιάσμα<νεάζω «πρωτοοργώνω»].