νιάσιμο

Greek Monolingual

το
1. η πρώτη άροση χέρσου αγρού, το νιά(σ)μα
2. (γενικά) άροση, όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεάσ-ιμο < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ»].