νικάεις

English (LSJ)

Doric for νικήεις.

French (Bailly abrégé)

άεσσα, ᾶεν;
victorieux.
Étymologie: νίκη.

Greek Monolingual

νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νικήεις.

Russian (Dvoretsky)

νικάεις: άεσσα, ᾶεν (κᾱ) дор. = *νικήεις.