νομικάριος
English (LSJ)
ὁ, = νομικός (notary, lawyer) 11.2, POxy.1131.3 (v A.D.), etc.
Greek Monolingual
νομικάριος, ὁ (Μ) νομικός
συμβολαιογράφος, νοτάριος.
ὁ, = νομικός (notary, lawyer) 11.2, POxy.1131.3 (v A.D.), etc.
νομικάριος, ὁ (Μ) νομικός
συμβολαιογράφος, νοτάριος.