νομιμότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, observance of law, Iamb.VP16.69, 33.229.

Greek (Liddell-Scott)

νομῐμότης: -ητος, ἡ, ἡ τοῦ νόμου τήρησις, Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 69, 229.

German (Pape)

ητος, ἡ, Gesetzlichkeit, Gesetzmäßigkeit, Iambl.