νομισμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of νόμισμα, Poll.9.72,92, Sch.Ar.V.213; as name of a coin, Sammelb.6259 (v/ vi A.D.), al.

Greek (Liddell-Scott)

νομισμάτιον: ὑποκορ. τοῦ νόμισμα, Πολυδ. Θ΄, 72, 92, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 213.

German (Pape)

τό, dim. zu νόμισμα, kleine Münze, Schol. Ar. Vesp. 213.